- συνθηματίζω
- Μ [σύνθημα, -ατος]1. δίνω το σύνθημα για να αρχίσει κάτι («αἱ βρονταὶ εἶεν ἂν κατὰ σάλπιγγας μάχην συνθηματιζούσας», Ευστ.)2. μέσ. συνθηματίζομαισυμφωνώ για κάτι, το ορίζω («παιδιᾱς ἡμέραν συνθηματίζεται δι' ἀσιδήρων δορατισμῶν», Νικ. Χων.).
Dictionary of Greek. 2013.